δικηγορία

δικηγορία
η (Μ δικηγορία) [δικηγόρος]
η συνηγορία στο δικαστήριο
νεοελλ.
1. η συμπεριφορά που αρμόζει σε δικηγόρο
2. αγόρευση (ιδίως στρεψόδικη)
3. η ιδιότητα, το επάγγελμα τού δικηγόρου
4. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ασκεί ο δικηγόρος το επάγγελμα του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δικηγορία — η το επάγγελμα του δικηγόρου: Η δικηγορία προϋποθέτει πρακτική εξάσκηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… …   Dictionary of Greek

  • νεόβγαλτος — και νιόβγαλτος, η, ο αυτός που για πρώτη φορά ασχολείται ή επιδίδεται σε κάτι, ο άπειρος, ο πρωτάρης («νεόβγαλτος στη δικηγορία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + βγαλτος (< βγάζω)] …   Dictionary of Greek

  • Αθανασάκης, Ιωάννης — (1853 – 1953). Δικηγόρος και πολιτευτής, από την Πορταριά Βόλου. Το 1906, μετά από πολυετή δικηγορία στην Αίγυπτο, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ανέπτυξε σημαντικότατη κοινωνική δράση. Σε ενέργειές του οφείλεται η ίδρυση του Οίκου Τυφλών… …   Dictionary of Greek

  • Αθανασιάδης-Νόβας, Γεώργιος — (Ναύπακτος 1893 – Αθήνα 1987). Ακαδημαϊκός, πρωθυπουργός, μέλος του Ανωτάτου Συμβουλίου της δημοκρατίας και λογοτέχνης. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Άσκησε τη δικηγορία για λίγα χρόνια στην Αθήνα και ταυτόχρονα δημοσιογραφούσε… …   Dictionary of Greek

  • Αμφιλόχιος — I (4ος αι. μ.Χ.). Επίσκοπος Ικονίου, εκκλησιαστικός πατέρας και συγγραφέας. Μετά τις σπουδές του στην περίφημη σχολή του σοφιστή Λιβάνιου, άσκησε τη δικηγορία για μερικά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Αργότερα, επειδή απογοητεύτηκε από τα εγκόσμια …   Dictionary of Greek

  • Γεννατάς, Ιωάννης — (Κέρκυρα 1777 – 1847). Νομομαθής. Καταγόταν από την Κεφαλονιά και σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα. Τον Μάιο του 1828 πήγε στην Αίγινα, μαζί με τον Βιάρο Καποδίστρια, αδελφό του Ιωάννη Καποδίστρια, και διορίστηκε σύμβουλος σε θέματα… …   Dictionary of Greek

  • Γεωργάκης, Ιωάννης — (Λευκάδα 1916 – 1993). Νομικός, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στα πανεπιστήμια της Αθήνας και της Λειψίας, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας, επέστρεψε στην Ελλάδα και ασχολήθηκε με τη δικηγορία. Στη… …   Dictionary of Greek

  • Γεωργακόπουλος, Κωνσταντίνος — (Τρίπολη 1890 – Αθήνα 1973). Νομικός και πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους (1912 13) και κατατάχθηκε λίγο αργότερα στο σώμα της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης (1915), που τότε ιδρυόταν. Παρέμεινε… …   Dictionary of Greek

  • Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832). Γερμανός ποιητής. Γιος του αυτοκρατορικού συμβούλου Γιόχαν Κάσπαρ, ανθρώπου αυστηρού με ουμανιστικά ενδιαφέροντα, και της Καταρίνα Ελίζαμπετ Τέξτορ, σπούδασε νομικά στη Λειψία, όπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”